- λαοτεκτων
- λαοτέκτωνλᾱο-τέκτων-ονος ὅ каменотес Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λαοτέκτων — λαοτέκτων, ονος, ὁ (Α) κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομο τέκτων, χρυσο τέκτων)] … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
λαοτέκτονος — λᾱοτέκτονος , λαοτέκτων stone worker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)